γνοιάζει

γνοιάζει
απρόσ. относится, касается; беспокоит, занимает, интересует;

τί σε γνοιάζει; — какое тебе дело?;

μη σε γνοιάζει — не беспокойся об этом, пусть тебя это не волнует;

με γνοιάζει και με παραγνοιάζει — я этим очень заинтересован, меня это очень даже волнует


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γνοιάζει" в других словарях:

  • νοιάζει — και γνοιάζει (τριτοπρόσ.) ενδιαφέρει, προκαλεί έγνοια, φροντίδα («δεν μέ νοιάζει τί θα πει ο κόσμος») [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το μέσο νοιάζομαι* / γνοιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • νοιάζει — και γνοιάζει (ρ. απρόσ.), ενδιαφέρει, προκαλεί τη φροντίδα: Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί; (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»